- Μασσαγετῶν
- Μασσαγέταιmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
Πείθων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Σωσικλή, επιφορτισμένος να υπηρετεί τον Μέγα Αλέξανδρο στη διάρκεια της διαμονής του στη Ζαράσπα. Τραυματίστηκε και αιχμαλωτίστηκε στην εκστρατεία εναντίον των Μασσαγετών. 2. Ένας από τους 7 σωματοφύλακες του … Dictionary of Greek
Σάκες — Οι Σκύθες του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας, πολεμικός νομαδικός λαός που κατοικούσε σε δάση και σπήλαια. Νικήθηκαν από τον Κύρο το Μεγάλο και υποτάχτηκαν από το Δαρείο A’. Πολέμησαν στο Μαραθώνα το 490 π.Χ., όπου κατέχοντας το μέσο της… … Dictionary of Greek
Σπιταμένης — Μεγιστάνας του Σογδίων. Σ’ αυτόν ο Μέγας Αλέξανδρος παράδοσε το δολοφόνο του Δαρείου Βήσσο (329 π.Χ.) και στη συνέχεια τον διόρισε σατράπη της Σογδιανής. Λίγο αργότερα ο Σ. στασίασε εναντίον του Αλέξανδρου και αναγκάστηκε να καταφύγει στη χώρα… … Dictionary of Greek